κοιλογαστωρ

κοιλογαστωρ
    κοιλογάστωρ
    κοιλο-γάστωρ
    -ορος adj.
    1) с пустым желудком
    

(λύκος Aesch.)

    2) (о щите) вогнутый
    

(κύκλος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοιλογαστωρ" в других словарях:

  • κοιλογάστωρ — κοιλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.) 2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος +… …   Dictionary of Greek

  • κοιλογάστορες — κοιλογάστωρ hollow bellied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλογάστορος — κοιλογάστωρ hollow bellied masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»